αυτάρεσκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αυτάρεσκος < (ελληνιστική κοινή) αὐτάρεσκος
Επίθετο
επεξεργασία
αυτάρεσκος, -η, -ο
- (για πρόσωπο) που ευχαριστιέται θαυμάζοντας τον εαυτό του και τις πραγματικές ή υποθετικές αρετές του
- ※ Τότε, την ώρα που στέγνωναν επάνω τους τα ιδρωμένα ρούχα, άρχιζε να διηγείται αλλιώς, χωρίς λιβάνι, με λέξεις για τη σάρκα του κόσμου, για μελαγχολικούς σουλτάνους, έκφυλους ιερωμένους, αυτάρεσκες χορεύτριες, φορτωμένες κρίκους στα πόδια κι άλλες ομορφιές των σεραγιών, που καμάρωναν το είδωλό τους σε στέρνες κάτω από κυπαρίσσια και ροδοδάφνες. (Ισίδωρος Ζουργός, Σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλμοσίνο, εκδ. Πατάκης, 2016)
- (για ενέργεια ή στάση) που ταιριάζει σε ένα τέτοιο άτομο, που δείχνει αυταρέσκεια