αυτάρεσκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτάρεσκος < (ελληνιστική κοινή) αὐτάρεσκος
Επίθετο
επεξεργασίααυτάρεσκος, -η, -ο
- (για πρόσωπο) που ευχαριστιέται θαυμάζοντας τον εαυτό του και τις πραγματικές ή υποθετικές αρετές του
- (για ενέργεια ή στάση) που ταιριάζει σε ένα τέτοιο άτομο, που δείχνει αυταρέσκεια