αυταρέσκεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυταρέσκεια | οι | αυταρέσκειες |
γενική | της | αυταρέσκειας | των | αυταρεσκειών |
αιτιατική | την | αυταρέσκεια | τις | αυταρέσκειες |
κλητική | αυταρέσκεια | αυταρέσκειες | ||
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αυταρέσκεια θηλυκό
- η αίσθηση του να είναι κανείς ικανοποιημένος από τον εαυτό του, αγνοώντας τις αδυναμίες του ή πιθανές αντιξοότητες