ενικός         πληθυντικός  
complaisance complaisances

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

complaisance (fr) θηλυκό

  1. η συγκαταβατικότητα
  2. η ευγενικότητα, η καλοβολία
  3. η φιλοφρόνηση, η αυταρέσκεια