↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρέσκεια οι αρέσκειες
      γενική της αρέσκειας
αρεσκείας
των αρεσκειών
    αιτιατική την αρέσκεια τις αρέσκειες
     κλητική αρέσκεια αρέσκειες
Ο δεύτερος τύπος της γενικής, λόγιος.
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος.
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αρέσκεια < (ελληνιστική κοινήἀρέσκεια < ἀρεσκεύομαι < ἀρέσκω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αρέσκεια θηλυκό

  • το να είναι κάτι ευχάριστο
    είναι της αρεσκείας μου

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία