Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρεσκιά οι αρεσκιές
      γενική της αρεσκιάς των αρεσκιών
    αιτιατική την αρεσκιά τις αρεσκιές
     κλητική αρεσκιά αρεσκιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρεσκιά θηλυκό

  1. το να είναι κάτι ευχάριστο
    Το βρήκε πολύ της αρεσκιάς της. - Της άρεσε πολύ.

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Για περισσότερα, δείτε τη λέξη αρέσκεια.