↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυσαρέσκεια οι δυσαρέσκειες
      γενική της δυσαρέσκειας των δυσαρεσκειών
    αιτιατική τη δυσαρέσκεια τις δυσαρέσκειες
     κλητική δυσαρέσκεια δυσαρέσκειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δυσαρέσκεια < δυσ- + ἀρέσκω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δυσαρέσκεια θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία