Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
discontent discontents

  Ετυμολογία επεξεργασία

discontent < dis- + content

  Ουσιαστικό επεξεργασία

discontent (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η δυσαρέσκεια
    The strikes suggest discontent among the workers.
    Οι απεργίες υποδηλώνουν δυσαρέσκεια των εργαζομένων.

  Πηγές επεξεργασία