smugness
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
smugness (en) (μη μετρήσιμο, κακόσημο)
- η αυταρέσκεια
- ⮡ infuriating smugness - εξοργιστική αυταρέσκεια
- ≈ συνώνυμα: complacency