παραθετικά
θετικός smug
συγκριτικός smugger
υπερθετικός smuggest

smug (en) (κακόσημο)

  • αυτάρεσκος, που φαίνεται υπερβολικά ευχαριστημένος για κάτι που έχει κάνει ή έχει πετύχει
      with a smug smile - μ' ένα αυτάρεσκο χαμόγελο

Συνώνυμα

επεξεργασία