self-complacent
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | self-complacent |
συγκριτικός | more self-complacent |
υπερθετικός | most self-complacent |
Ετυμολογία επεξεργασία
- self-complacent < self- + complacent
Επίθετο επεξεργασία
self-complacent (en)
παραθετικά | |
θετικός | self-complacent |
συγκριτικός | more self-complacent |
υπερθετικός | most self-complacent |
self-complacent (en)