αυτάρεσκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτάρεσκα < αυτάρεσκος + -α
Επίρρημα
επεξεργασίααυτάρεσκα
- (λόγιο) με αυτάρεσκο τρόπο, με αυταρέσκεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυτάρεσκα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααυτάρεσκα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αυτάρεσκος