fat
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | fat |
συγκριτικός | fatter |
υπερθετικός | fattest |
fat (en)
- παχύς, παχαίνω, για το σώμα ενός ανθρώπου ή ενός ζώου που ο όγκος των σαρκών του σώματός του ή των επί μέρους μελών του είναι μεγαλύτερος από το κανονικό
- ⮡ a fat chicken - παχύ κοτόπουλο
- ⮡ He was fat but lost weight.
- Ήταν παχύς αλλά αδυνάτισε.
- ⮡ I have gotten/grown so fat that my waistcoat doesn’t button.
- Πάχυνα τόσο που το γιλέκου μου δεν κουμπώνει.
- λιπαρός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
fat | fats |
fat (en)
- (μη μετρήσιμο) το λίπος, το πάχος, ουσία στο σώμα των ζώων και των ανθρώπων που αποθηκεύεται κάτω από το δέρμα
- ⮡ She lost 5 kilos and fat all over her body.
- Έχασε 5 κιλά και το λίπος από όλο το σώμα της.
- ⮡ Exercise burns a lot of fat.
- Η άσκηση καίει πολύ λίπος.
- ⮡ Despite his extra fat, he is mobile.
- Παρά το πάχος του είναι ευκίνητος.
- ⮡ She lost 5 kilos and fat all over her body.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το λίπος, στερεή ή υγρή ουσία από ζώα ή φυτά που χρησιμοποιείται στη μαγειρική
- ⮡ vegetable/cooking fats - φυτικά/μαγειρικά λίπη
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το λίπος, τα λιπαρά, το πάχος, ζωικά και φυτικά λίπη, ουσίες που περιέχουν λίπος που τρώει ένα πρόσωπο
- ⮡ The meat is not edible, it’s full of fat.
- Το κρέας δεν τρώγεται, είναι γεμάτο λίπος.
- ⮡ Milk contains fat.
- Το γάλα περιέχει λιπαρά.
- ⮡ yogurt/cheese with little fat - γιαούρτι/τυρί με λίγα λιπαρά
- ⮡ meat with/without fat - κρέας με/χωρίς πάχος
- ⮡ The meat is not edible, it’s full of fat.
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Βολαπούκ (vo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαfat (vo)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαfat (fr)
Σουηδικά (sv)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαfat (sv)