saturated fat
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
saturated fat | saturated fats |
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
saturated fat (en)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- saturated fat στην αγγλική Βικιπαίδεια
ενικός | πληθυντικός |
saturated fat | saturated fats |
saturated fat (en)