Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
saturated fat saturated fats

  Ετυμολογία επεξεργασία

saturated fat < → δείτε τις λέξεις saturated και fat

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

saturated fat (en)

Δείτε επίσης επεξεργασία