Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κορεσμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κορεσμέν
ος
η
κορεσμέν
η
το
κορεσμέν
ο
γενική
του
κορεσμέν
ου
της
κορεσμέν
ης
του
κορεσμέν
ου
αιτιατική
τον
κορεσμέν
ο
την
κορεσμέν
η
το
κορεσμέν
ο
κλητική
κορεσμέν
ε
κορεσμέν
η
κορεσμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κορεσμέν
οι
οι
κορεσμέν
ες
τα
κορεσμέν
α
γενική
των
κορεσμέν
ων
των
κορεσμέν
ων
των
κορεσμέν
ων
αιτιατική
τους
κορεσμέν
ους
τις
κορεσμέν
ες
τα
κορεσμέν
α
κλητική
κορεσμέν
οι
κορεσμέν
ες
κορεσμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κορεσμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
κορεννύω
Μετοχή
επεξεργασία
κορεσμένος
που έχει
κορεστεί
Άλλες μορφές
επεξεργασία
κεκορεσμένος
Αντώνυμα
επεξεργασία
ακόρεστος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κορεσμένος
αγγλικά
:
saturated
(en)
,
replete
(en)
γαλλικά
:
saturé
(fr)
ισπανικά
:
saturado
(es)
πολωνικά
:
nasycony
(pl)