Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κορεσμένος η κορεσμένη το κορεσμένο
      γενική του κορεσμένου της κορεσμένης του κορεσμένου
    αιτιατική τον κορεσμένο την κορεσμένη το κορεσμένο
     κλητική κορεσμένε κορεσμένη κορεσμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κορεσμένοι οι κορεσμένες τα κορεσμένα
      γενική των κορεσμένων των κορεσμένων των κορεσμένων
    αιτιατική τους κορεσμένους τις κορεσμένες τα κορεσμένα
     κλητική κορεσμένοι κορεσμένες κορεσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κορεσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κορεννύω

  Μετοχή επεξεργασία

κορεσμένος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία