↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κεκορεσμένος η κεκορεσμένη το κεκορεσμένο
      γενική του κεκορεσμένου της κεκορεσμένης του κεκορεσμένου
    αιτιατική τον κεκορεσμένο την κεκορεσμένη το κεκορεσμένο
     κλητική κεκορεσμένε κεκορεσμένη κεκορεσμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κεκορεσμένοι οι κεκορεσμένες τα κεκορεσμένα
      γενική των κεκορεσμένων των κεκορεσμένων των κεκορεσμένων
    αιτιατική τους κεκορεσμένους τις κεκορεσμένες τα κεκορεσμένα
     κλητική κεκορεσμένοι κεκορεσμένες κεκορεσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κεκορεσμένος < αρχαία ελληνική κεκορεσμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κορεννύω / κορέννυμι

κεκορεσμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία