κεκορεσμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κεκορεσμένος < αρχαία ελληνική κεκορεσμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κορεννύω / κορέννυμι
Μετοχή
επεξεργασίακεκορεσμένος
- (λόγιο) άλλη μορφή του κορεσμένος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κορεννύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία κεκορεσμένος
|