παχύς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | παχύς | η | παχιά & παχεία |
το | παχύ |
γενική | του | παχιού, παχύ & παχέος |
της | παχιάς & παχείας |
του | παχιού, παχύ & παχέος |
αιτιατική | τον | παχύ | την | παχιά & παχεία |
το | παχύ |
κλητική | παχύ | παχιά & παχεία |
παχύ | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | παχιοί & παχείς |
οι | παχιές & παχείες |
τα | παχιά & παχέα |
γενική | των | παχιών & παχέων |
των | παχιών & παχειών |
των | παχιών & παχέων |
αιτιατική | τους | παχιούς & παχείς |
τις | παχιές & παχείες |
τα | παχιά & παχέα |
κλητική | παχιοί & παχείς |
παχιές & παχείες |
παχιά & παχέα | |||
Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση. Οι τύποι της δεύτερης σειράς, λόγιοι, κατεβάζουν τον τόνο όπως στην αρχαία κλίση Χρησιμοποιούνται σε παγιωμένες εκφράσεις ή όρους. | ||||||
Κατηγορία όπως «βαθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παχύς < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική παχύς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /paˈçis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐χύς
Επίθετο
επεξεργασίαπαχύς, -ιά, -ύ, συγκριτικός : παχύτερος
- που έχει μεγάλο πάχος ή όγκο
- (ειδικότερα) που έχει πολύ λίπος ή μεγάλο βάρος
- ≈ συνώνυμα: εύσαρκος, ευτραφής, παχύσαρκος, παχύσωμος
- ≠ αντώνυμα: αδύνατος, άπαχος, λιπόσαρκος
- (υγρά) που έχει μεγάλη πυκνότητα ή βρίσκεται σε ημίρρευστη κατάσταση
- (κατ’ επέκταση) που διαθέτει μεγάλη πυκνότητα
- που περιέχει κάτι σε μεγάλη ποσότητα
- (μεταφορικά) που έχει πομπώδη κι εντυπωσιακή συμπεριφορά, αλλά χωρίς ουσία και σοβαρότητα
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
παχ-
παχ-
- παχαίνω
- πάχος
- παχουλός
- παχύ (ουδέτερο)
- παχυλά (επίρρημα)
- παχυλός
- παχυλότητα
- παχυλώς (επίρρημα)
- πάχυνση
- παχυντικός
Σύνθετα
επεξεργασίαόπως ενδεικτικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία που έχει μεγάλο πάχος ή όγκο
|
Πηγές
επεξεργασία- παχύς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- παχύς - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | παχῠ́ς | ἡ | παχεῖᾰ ιωνικός: παχέα |
τὸ | παχῠ́ |
γενική | τοῦ | παχέος | τῆς | παχείᾱς | τοῦ | παχέος |
δοτική | τῷ | (παχέϊ) παχεῖ | τῇ | παχείᾳ | τῷ | (παχέϊ) παχεῖ |
αιτιατική | τὸν | παχῠ́ν | τὴν | παχεῖᾰν | τὸ | παχῠ́ |
κλητική ὦ! | παχῠ́ | παχεῖᾰ | παχῠ́ | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | (παχέες) παχεῖς | αἱ | παχεῖαι | τὰ | παχέᾰ |
γενική | τῶν | παχέων | τῶν | παχειῶν | τῶν | παχέων |
δοτική | τοῖς | παχέσῐ(ν) | ταῖς | παχείαις | τοῖς | παχέσῐ(ν) |
αιτιατική | τοὺς | παχεῖς | τὰς | παχείᾱς | τὰ | παχέᾰ |
κλητική ὦ! | (παχέες) παχεῖς | παχεῖαι | παχέᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παχέε (παχεῖ) | τὼ | παχείᾱ | τὼ | παχέε (παχεῖ) |
γεν-δοτ | τοῖν | παχέοιν | τοῖν | παχείαιν | τοῖν | παχέοιν |
Οι ασυναίρετοι τύποι όπως στο παράδειγμα του Smyth. Ο συνηρημένος δυϊκός, όπως στο σχολικό βιβλίο (Οικονόμου). | ||||||
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'βαθύς' όπως «βαθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παχύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰn̥ǵʰús < *bʰenǵʰ- (παχύς)
Επίθετο
επεξεργασίαπᾰχύς, -εῖα, -ύ
- ογκώδης, μεγάλος
- χοντρός, εύσωμος, εύρωστος
- πυκνός
- πλούσιος, παχύς
- πλούσιος, εύπορος
- άφθονος
- (λογοτεχνικό) πομπώδης
- (μεταφορικά) σημαντικός
- (μεταφορικά, ειρωνικό) ανόητος, χονδροειδής
Βαθμοί επιθέτου & επιρρήματος
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- παχυ- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα παχυ- στο Βικιλεξικό
- Λέξεις παχυ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- παχύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παχύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.