παχυντικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παχυντικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παχυντικός < αρχαία ελληνική παχύνω < παχύς
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.çin.diˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐χυ‐ντι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
παχυντικός, -ή, -ό
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παχυντικός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική παχύνω < παχύς
Επίθετο επεξεργασία
παχυντικός, -ή, -όν
Πηγές επεξεργασία
- παχυντικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.