παχυσαρκία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παχυσαρκία < (παχυ-) παχύσαρκ(ος) + -ία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.çi.saɾˈci.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐χυ‐σαρ‐κί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαχυσαρκία θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (ιατρική) η νόσος κατά την οποία υπάρχει υπερβολική εναπόθεση λίπους στο σώμα, σε τέτοιο βαθμό ώστε να επηρεάζεται αρνητικά η υγεία
- το υπερβολικό σωματικό βάρος
- έρευνες έχουν δείξει ότι η παχυσαρκία αυξάνει την πίεση του αίματος