παχύσαρκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- παχύσαρκος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παχύσαρκος (με ρωμαλέους μυς)[1] < παχύς (παχύ-) + σάρξ (σαρκ-) + -ος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /paˈçi.saɾ.kos/
Επίθετο
επεξεργασία
παχύσαρκος, -η, -ο
- που έχει υπερβολικό σωματικό βάρος
- (ιατρική) που πάσχει από παχυσαρκία, η οποία χρειάζεται ιατρική αντιμετώπση
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- βαθύσαρκος (ελληνιστική κοινή)
- εὔσαρκος (ελληνιστική κοινή)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ παχύσαρκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας