↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παχύσαρκος η παχύσαρκη το παχύσαρκο
      γενική του παχύσαρκου της παχύσαρκης του παχύσαρκου
    αιτιατική τον παχύσαρκο την παχύσαρκη το παχύσαρκο
     κλητική παχύσαρκε παχύσαρκη παχύσαρκο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παχύσαρκοι οι παχύσαρκες τα παχύσαρκα
      γενική των παχύσαρκων των παχύσαρκων των παχύσαρκων
    αιτιατική τους παχύσαρκους τις παχύσαρκες τα παχύσαρκα
     κλητική παχύσαρκοι παχύσαρκες παχύσαρκα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παχύσαρκος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παχύσαρκος (με ρωμαλέους μυς)[1] < παχύς (παχύ-) + σάρξ (σαρκ-) + -ος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /paˈçi.saɾ.kos/

  Επίθετο

επεξεργασία

παχύσαρκος, -η, -ο

  • που έχει υπερβολικό σωματικό βάρος
  • (ιατρική) που πάσχει από παχυσαρκία, η οποία χρειάζεται ιατρική αντιμετώπση

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία