Ετυμολογία

επεξεργασία
obèse < λατινική obesus < edere (τρώω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɔ.bɛz/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
obèse obèses

obèse (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
obèse obèses

obèse (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία