Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

obésité (fr) θηλυκό

  1. η κατάσταση ενός ατόμου
  2. (ιατρική) η αύξηση ή η υπερβολική παρουσία λίπους στον οργανισμό
     δείτε τη λέξη  adiposité, grosseur

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία