Ετυμολογία

επεξεργασία
obésité < λατινική obesitas

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɔ.be.zi.te/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

obésité (fr) θηλυκό

  1. η κατάσταση ενός ατόμου
  2. (ιατρική) η αύξηση ή η υπερβολική παρουσία λίπους στον οργανισμό
    → δείτε τη λέξη  adiposité, grosseur

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία