εὔσαρκος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ εὔσαρκος | τὸ εὔσαρκον | οἱ, αἱ εὔσαρκοι | τὰ εὔσαρκα |
Γενική | τοῦ, τῆς εὐσάρκου | τοῦ εὐσάρκου | τῶν εὐσάρκων | τῶν εὐσάρκων |
Δοτική | τῷ, τῇ εὐσάρκῳ | τῷ εὐσάρκῳ | τοῖς, ταῖς εὐσάρκοις | τοῖς εὐσάρκοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν εὔσαρκον | τὸ εὔσαρκον | τοὺς, τὰς εὐσάρκους | τὰ εὔσαρκα |
Κλητική | εὔσαρκε | εὔσαρκον | εὔσαρκοι | εὔσαρκα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | εὐσάρκω | |||
Γενική-Δοτική | εὐσάρκοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαεὔσαρκος, -ος, -ον
- αυτός που φέρει πολύ σάρκα