σάρκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σάρκα | οι | σάρκες |
γενική | της | σάρκας | των | σαρκών |
αιτιατική | τη | σάρκα | τις | σάρκες |
κλητική | σάρκα | σάρκες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σάρκα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σάρκα < αρχαία ελληνική σάρξ από την αιτιατική «τὴν σάρκα»[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsaɾ.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σάρ‐κα
- παρώνυμο: τσάρκα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σάρκα θηλυκό
- το μέρος του ανθρώπινου ή ζωϊκού σώματος που αποτελείται από μαλακούς ιστούς, σε αντίθεση με τα οστά
- (μεταφορικά) η υλική υπόσταση του ανθρώπου, σε αντίθεση με το πνεύμα
- (ειδικότερα) το γενετήσιο ένστικτο
- το μαλακό και βρώσιμο μέρος των φρούτων, σε αντίθεση με το κουκούτσι
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ σάρκα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας