Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετενσάρκωση οι μετενσαρκώσεις
      γενική της μετενσάρκωσης* των μετενσαρκώσεων
    αιτιατική τη μετενσάρκωση τις μετενσαρκώσεις
     κλητική μετενσάρκωση μετενσαρκώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μετενσαρκώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετενσάρκωση < μετενσαρκώνω + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική réincarnation)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μετενσάρκωση θηλυκό

  • η νέα ενσάρκωση της ψυχής ενός ανθρώπου που πέθανε, η οποία, σύμφωνα με κάποιες θρησκευτικές δοξασίες, μετά από κάποιο διάστημα βρίσκει ένα νέο σώμα ανθρώπου ή ζώου που γεννιέται και αποκτά ξανά βιολογική υπόσταση

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία