Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετενσαρκώνω < μετ- + ενσαρκώνω

  Ρήμα επεξεργασία

μετενσαρκώνω (παθητική φωνή: μετενσαρκώνομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία