Ετυμολογία

επεξεργασία
μετενσαρκώνω < μετ- + ενσαρκώνω

μετενσαρκώνω (παθητική φωνή: μετενσαρκώνομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία