μετενσαρκώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαμετενσαρκώνω (παθητική φωνή: μετενσαρκώνομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- μετενσαρκωμένος
- μετενσάρκωση
- → δείτε τις λέξεις μετά και σάρκα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μετενσαρκώνω | μετενσάρκωνα | θα μετενσαρκώνω | να μετενσαρκώνω | μετενσαρκώνοντας | |
β' ενικ. | μετενσαρκώνεις | μετενσάρκωνες | θα μετενσαρκώνεις | να μετενσαρκώνεις | μετενσάρκωνε | |
γ' ενικ. | μετενσαρκώνει | μετενσάρκωνε | θα μετενσαρκώνει | να μετενσαρκώνει | ||
α' πληθ. | μετενσαρκώνουμε | μετενσαρκώναμε | θα μετενσαρκώνουμε | να μετενσαρκώνουμε | ||
β' πληθ. | μετενσαρκώνετε | μετενσαρκώνατε | θα μετενσαρκώνετε | να μετενσαρκώνετε | μετενσαρκώνετε | |
γ' πληθ. | μετενσαρκώνουν(ε) | μετενσάρκωναν μετενσαρκώναν(ε) |
θα μετενσαρκώνουν(ε) | να μετενσαρκώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μετενσάρκωσα | θα μετενσαρκώσω | να μετενσαρκώσω | μετενσαρκώσει | ||
β' ενικ. | μετενσάρκωσες | θα μετενσαρκώσεις | να μετενσαρκώσεις | μετενσάρκωσε | ||
γ' ενικ. | μετενσάρκωσε | θα μετενσαρκώσει | να μετενσαρκώσει | |||
α' πληθ. | μετενσαρκώσαμε | θα μετενσαρκώσουμε | να μετενσαρκώσουμε | |||
β' πληθ. | μετενσαρκώσατε | θα μετενσαρκώσετε | να μετενσαρκώσετε | μετενσαρκώστε | ||
γ' πληθ. | μετενσάρκωσαν μετενσαρκώσαν(ε) |
θα μετενσαρκώσουν(ε) | να μετενσαρκώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μετενσαρκώσει | είχα μετενσαρκώσει | θα έχω μετενσαρκώσει | να έχω μετενσαρκώσει | ||
β' ενικ. | έχεις μετενσαρκώσει | είχες μετενσαρκώσει | θα έχεις μετενσαρκώσει | να έχεις μετενσαρκώσει | ||
γ' ενικ. | έχει μετενσαρκώσει | είχε μετενσαρκώσει | θα έχει μετενσαρκώσει | να έχει μετενσαρκώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μετενσαρκώσει | είχαμε μετενσαρκώσει | θα έχουμε μετενσαρκώσει | να έχουμε μετενσαρκώσει | ||
β' πληθ. | έχετε μετενσαρκώσει | είχατε μετενσαρκώσει | θα έχετε μετενσαρκώσει | να έχετε μετενσαρκώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μετενσαρκώσει | είχαν μετενσαρκώσει | θα έχουν μετενσαρκώσει | να έχουν μετενσαρκώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία μετενσαρκώνω