Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μετενσαρκωμένος η μετενσαρκωμένη το μετενσαρκωμένο
      γενική του μετενσαρκωμένου της μετενσαρκωμένης του μετενσαρκωμένου
    αιτιατική τον μετενσαρκωμένο τη μετενσαρκωμένη το μετενσαρκωμένο
     κλητική μετενσαρκωμένε μετενσαρκωμένη μετενσαρκωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μετενσαρκωμένοι οι μετενσαρκωμένες τα μετενσαρκωμένα
      γενική των μετενσαρκωμένων των μετενσαρκωμένων των μετενσαρκωμένων
    αιτιατική τους μετενσαρκωμένους τις μετενσαρκωμένες τα μετενσαρκωμένα
     κλητική μετενσαρκωμένοι μετενσαρκωμένες μετενσαρκωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

μετενσαρκωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία