Ετυμολογία

επεξεργασία
ενσαρκώνω < ελληνιστική κοινή ἐνσαρκόομαι < ἔνσαρκος < αρχαία ελληνική σάρξ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική incarner)

ενσαρκώνω (παθητική φωνή: ενσαρκώνομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία