↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σᾰρκ- όπως σάρκες
ονομαστική σάρξ αἱ σάρκες
      γενική τῆς σαρκός τῶν σαρκῶν
      δοτική τῇ σαρκῐ́ ταῖς σαρξῐ́(ν)
    αιτιατική τὴν σάρκ τὰς σάρκᾰς
     κλητική ! σάρξ σάρκες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σάρκε
γεν-δοτ τοῖν  σαρκοῖν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
3η κλίση, Κατηγορία 'φρίξ' όπως «φρίξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σάρξ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tu̯erk̂
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: σάρκα νέα ελληνικά: σάρκα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σάρξ, σαρκός θηλυκό

  1. (ανθρώπινο σώμα) η σάρκα
  2. το σύνολο των μυώνων του σώματος
  3. το εσωτερικό μαλακό μέρος των καρπών

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία