σάρξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
σᾰρκ- όπως σάρκες | |||||
ονομαστική | ἡ | σάρξ | αἱ | σάρκες | |
γενική | τῆς | σαρκός | τῶν | σαρκῶν | |
δοτική | τῇ | σαρκῐ́ | ταῖς | σαρξῐ́(ν) | |
αιτιατική | τὴν | σάρκᾰ | τὰς | σάρκᾰς | |
κλητική ὦ! | σάρξ | σάρκες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σάρκε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | σαρκοῖν | |||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'φρίξ' όπως «φρίξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σάρξ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tu̯erk̂
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: σάρκα ⇒ νέα ελληνικά: σάρκα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασάρξ, σαρκός θηλυκό
- (ανθρώπινο σώμα) η σάρκα
- το σύνολο των μυώνων του σώματος
- το εσωτερικό μαλακό μέρος των καρπών
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- σάρκα καί ὀστᾶ: που λέγεται σε υλοποιήσεις σχεδίων, έργων κλπ.
- (νέα ελληνική) σαρξ εκ της σαρκός μου: που λέγεται για τα φυσικά ή πνευματικά τέκνα
- τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ σάρξ ἀσθενής: που λέγεται σε φυσική αδυναμία εκτέλεσης
- καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν (Προς Εφεσίους επιστολή 5:31) που λέγεται στο θρησκευτικό μυστήριο του γάμου, ή σε τέλεση γάμου και μεταφορικά, με σκωπτικό χαρακτήρα, σε περίεργες συνενώσεις, ή συνεργασίες φορέων, οργανώσεων κ.λπ.
Πηγές
επεξεργασία- σάρξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σάρξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.