σαρκάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σαρκάζω < αρχαία ελληνική σαρκάζω < σάρξ
Ρήμα
επεξεργασίασαρκάζω
- ειρωνεύομαι σκληρά κάποιον ή κάτι, πχ κάνοντας έντονους μορφασμούς
- σατιρίζω
Συγγενικά
επεξεργασία- αυτοσαρκασμός
- αυτοσαρκαστικός
- σαρκασμός
- σαρκαστής
- σαρκαστικά
- σαρκαστικός
- σαρκαστικότητα
- σαρκαστικώς
- → δείτε τη λέξη σάρκα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σαρκάζω | σάρκαζα | θα σαρκάζω | να σαρκάζω | σαρκάζοντας | |
β' ενικ. | σαρκάζεις | σάρκαζες | θα σαρκάζεις | να σαρκάζεις | σάρκαζε | |
γ' ενικ. | σαρκάζει | σάρκαζε | θα σαρκάζει | να σαρκάζει | ||
α' πληθ. | σαρκάζουμε | σαρκάζαμε | θα σαρκάζουμε | να σαρκάζουμε | ||
β' πληθ. | σαρκάζετε | σαρκάζατε | θα σαρκάζετε | να σαρκάζετε | σαρκάζετε | |
γ' πληθ. | σαρκάζουν(ε) | σάρκαζαν σαρκάζαν(ε) |
θα σαρκάζουν(ε) | να σαρκάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σάρκασα | θα σαρκάσω | να σαρκάσω | σαρκάσει | ||
β' ενικ. | σάρκασες | θα σαρκάσεις | να σαρκάσεις | σάρκασε | ||
γ' ενικ. | σάρκασε | θα σαρκάσει | να σαρκάσει | |||
α' πληθ. | σαρκάσαμε | θα σαρκάσουμε | να σαρκάσουμε | |||
β' πληθ. | σαρκάσατε | θα σαρκάσετε | να σαρκάσετε | σαρκάστε | ||
γ' πληθ. | σάρκασαν σαρκάσαν(ε) |
θα σαρκάσουν(ε) | να σαρκάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σαρκάσει | είχα σαρκάσει | θα έχω σαρκάσει | να έχω σαρκάσει | ||
β' ενικ. | έχεις σαρκάσει | είχες σαρκάσει | θα έχεις σαρκάσει | να έχεις σαρκάσει | ||
γ' ενικ. | έχει σαρκάσει | είχε σαρκάσει | θα έχει σαρκάσει | να έχει σαρκάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σαρκάσει | είχαμε σαρκάσει | θα έχουμε σαρκάσει | να έχουμε σαρκάσει | ||
β' πληθ. | έχετε σαρκάσει | είχατε σαρκάσει | θα έχετε σαρκάσει | να έχετε σαρκάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σαρκάσει | είχαν σαρκάσει | θα έχουν σαρκάσει | να έχουν σαρκάσει |
|