Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαρκαστικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα σαρκαστικῶς (ήδη από το 1851).[1] Συγχρονικά αναλύεται σε σαρκαστικ(ός) + -ώς.

  Επίρρημα επεξεργασία

σαρκαστικώς

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 896, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

  Πηγές επεξεργασία