σαρκαστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σαρκαστικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική sarcastique · σαρκασμός + -τικός
Επίθετο
επεξεργασίασαρκαστικός -ή, -ό
- που σαρκάζει, που εκφράζεται με σαρκασμό
- ※ Η γραφή του Ζ. Εσενόζ , σφύζουσα , μοντέρνα , συχνά καινοτόμος , ασθματική , παραστατική , εντονότατα σαρκαστική και αιχμηρή , αποτελεί την ξεχωριστή αρετή αυτού του μυθιστορήματος (περιοδικό Διαβάζω, Ιούλιος-Αύγουστος 2003, σελ. 62)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σαρκαστικός