σφύζων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σφύζων & σφύζοντας |
η | σφύζουσα | το | σφύζον |
γενική | του | σφύζοντος & σφύζοντα |
της | σφύζουσας & σφυζούσης* |
του | σφύζοντος |
αιτιατική | τον | σφύζοντα | τη | σφύζουσα | το | σφύζον |
κλητική | σφύζων & σφύζοντα |
σφύζουσα | σφύζον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σφύζοντες | οι | σφύζουσες | τα | σφύζοντα |
γενική | των | σφυζόντων | των | σφυζουσών | των | σφυζόντων |
αιτιατική | τους | σφύζοντες | τις | σφύζουσες | τα | σφύζοντα |
κλητική | σφύζοντες | σφύζουσες | σφύζοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σφύζων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σφύζων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος σφύζω
Μετοχή
επεξεργασίασφύζων, -ουσα, -ον
- (λόγιο) που σφύζει, είναι γεμάτος
- ※ Η γραφή του Ζ. Εσενόζ , σφύζουσα , μοντέρνα , συχνά καινοτόμος , ασθματική , παραστατική , εντονότατα σαρκαστική και αιχμηρή , αποτελεί την ξεχωριστή αρετή αυτού του μυθιστορήματος (περιοδικό Διαβάζω, Ιούλιος-Αύγουστος 2003, σελ. 62)
Μεταφράσεις
επεξεργασία