palpitant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- palpitant < palpiter
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | palpitant | palpitants |
θηλυκό | palpitante | palpitantes |
palpitant (fr)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
palpitant | palpitants |
palpitant (fr) αρσενικό