καινοτόμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- καινοτόμος < αρχαία ελληνική καινοτόμος < καινός + -τόμος (< τέμνω)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ce.noˈto.mos/
Επίθετο
επεξεργασία
καινοτόμος, -α/-ος, -ο
- που καινοτομεί
- καινοτόμες μεταρρυθμίσεις
- ※ Η γραφή του Ζ. Εσενόζ , σφύζουσα , μοντέρνα , συχνά καινοτόμος , ασθματική , παραστατική , εντονότατα σαρκαστική και αιχμηρή , αποτελεί την ξεχωριστή αρετή αυτού του μυθιστορήματος (περιοδικό Διαβάζω, Ιούλιος-Αύγουστος 2003, σελ. 62)
Συνώνυμα
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καινοτόμος αρσενικό ή θηλυκό
- που καινοτομεί
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ακαινοτόμητος
- καινοτομία
- καινοτομώ
- → δείτε τις λέξεις καινός και τέμνω
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καινοτόμος