ασθματικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασθματικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
ασθματικός
- ο σχετικός με το άσθμα
- ο άρρωστος από άσθμα
- είμαι ασθματικός και μερικές φορές δεν μπορώ να αναπνεύσω καλά
ασθματικός