↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασθματικός η ασθματική το ασθματικό
      γενική του ασθματικού της ασθματικής του ασθματικού
    αιτιατική τον ασθματικό την ασθματική το ασθματικό
     κλητική ασθματικέ ασθματική ασθματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασθματικοί οι ασθματικές τα ασθματικά
      γενική των ασθματικών των ασθματικών των ασθματικών
    αιτιατική τους ασθματικούς τις ασθματικές τα ασθματικά
     κλητική ασθματικοί ασθματικές ασθματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ασθματικός < άσθματ(ος) + -ικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο

επεξεργασία

ασθματικός

  1. ο σχετικός με το άσθμα
  2. ο άρρωστος από άσθμα
    είμαι ασθματικός και μερικές φορές δεν μπορώ να αναπνεύσω καλά
  3. μεταφορικά: σε γοργό, αγχώδη ρυθμό
    ※  Η γραφή του Ζ. Εσενόζ , σφύζουσα , μοντέρνα , συχνά καινοτόμος , ασθματική , παραστατική , εντονότατα σαρκαστική και αιχμηρή , αποτελεί την ξεχωριστή αρετή αυτού του μυθιστορήματος (περιοδικό Διαβάζω, Ιούλιος-Αύγουστος 2003, σελ. 62)
    ※   : Η ασθματική απόλαυση της ερωτικής νιότης προ της επελάσεως του γήρατος ή του θανάτου αποτελεί κοινότατο τόπο στην κλασική ερωτογραφία, συχνά με τις ευλογίες μιας εξαπλουστευμένης επικούρειας φιλοσοφίας (Οβίδιος, Η τέχνη και τα αντίδοτα του Έρωτα, μετάφραση Θοδωρής Παπαγγελής, εκδ. Μεταίχμιο, 2021)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία