Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασθματικός η ασθματική το ασθματικό
      γενική του ασθματικού της ασθματικής του ασθματικού
    αιτιατική τον ασθματικό την ασθματική το ασθματικό
     κλητική ασθματικέ ασθματική ασθματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασθματικοί οι ασθματικές τα ασθματικά
      γενική των ασθματικών των ασθματικών των ασθματικών
    αιτιατική τους ασθματικούς τις ασθματικές τα ασθματικά
     κλητική ασθματικοί ασθματικές ασθματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασθματικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ασθματικός

  1. ο σχετικός με το άσθμα
  2. ο άρρωστος από άσθμα
    είμαι ασθματικός και μερικές φορές δεν μπορώ να αναπνεύσω καλά

  Μεταφράσεις επεξεργασία