επέλαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επέλαση | οι | επελάσεις |
γενική | της | επέλασης* | των | επελάσεων |
αιτιατική | την | επέλαση | τις | επελάσεις |
κλητική | επέλαση | επελάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επελάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- επέλαση < (ελληνιστική κοινή) ἐπέλασις < αρχαία ελληνική ἐπελαύνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπέλαση θηλυκό
- (λόγιο) η ορμητική επίθεση (κυρίως ιππικού ή και μεταφορικά)
- ※ Η ασθματική απόλαυση της ερωτικής νιότης προ της επελάσεως του γήρατος ή του θανάτου αποτελεί κοινότατο τόπο στην κλασική ερωτογραφία, συχνά με τις ευλογίες μιας εξαπλουστευμένης επικούρειας φιλοσοφίας (Οβίδιος, Η τέχνη και τα αντίδοτα του Έρωτα, μετάφραση Θοδωρής Παπαγγελής, εκδ. Μεταίχμιο, 2021)