avance
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
avance | avances |
avance (fr) θηλυκό
- το προβάδισμα
- (οικονομία) η προκαταβολή, η μπροστάντζα
- (τεχνολογία) η αβάνς
- η πρόοδος
- η επέλαση
ενικός | πληθυντικός |
avance | avances |
avance (fr) θηλυκό