Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
avance avances

avance (fr) θηλυκό

  1. το προβάδισμα
  2. (οικονομία) η προκαταβολή, η μπροστάντζα
  3. (τεχνολογία) η αβάνς
  4. η πρόοδος
  5. η επέλαση