αβάνς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αβάνς < (άμεσο δάνειο) γαλλική avance[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈvans/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βάνς
Ουσιαστικό
επεξεργασίααβάνς ουδέτερο άκλιτο
- (μηχανολογία) η προπορεία
Σημειώσεις
επεξεργασία- ο όρος αναφέρεται στον σπινθήρα ανάφλεξης των μηχανών εσωτερικής καύσης
Μεταφράσεις
επεξεργασία αβάνς
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αβάνς - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)