προπορεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προπορεία < ελληνιστική κοινή προπορεία ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική avance)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροπορεία θηλυκό
- (μηχανολογία) η ρύθμιση του χρόνου παραγωγής σπινθήρα από μπουζί και της ανάφλεξης στο σωστό χρόνο σε κινητήρα εσωτερικής καύσης
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- προπορεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προπορεία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- προπορεία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)