προβάδισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προβάδισμα < προβαδίζω + -μα < ελληνιστική κοινή προβαδίζω < αρχαία ελληνική βαδίζω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική précédence[1] [2])
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροβάδισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προβαδίζω, το να βρίσκεται κανείς μπροστά από τους υπόλοιπους σε περπάτημα, πορεία κ.λπ. ή να έχει καλύτερη βαθμολογία από τους υπόλοιπους
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ προβάδισμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ προβάδισμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)