προβάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
προβάρισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προβάρω, η πρόβα / δοκιμή (ρούχων κ.λπ.)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προβάρισμα
|