πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαθμολογία οι βαθμολογίες
      γενική της βαθμολογίας των βαθμολογιών
    αιτιατική τη βαθμολογία τις βαθμολογίες
     κλητική βαθμολογία βαθμολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βαθμολογία θηλυκό

  1. ο βαθμός που έβαλε σε κάποιον ή κάτι ένας βαθμολογητής
      Σε περίπτωση που μεταξύ των δυο συνολικών βαθμολογιών υπάρχει διαφορά μεγαλύτερη από το 10% της μέγιστης δυνατής βαθμολογίας του μαθήματος, τότε το γραπτό δοκίμιο αναβαθμολογείται με την ακόλουθη διαδικασία: (α) Καλύπτονται οι βαθμολογίες των δύο βαθμολογητών και ο αναβαθμολογητής βαθμολογεί το γραπτό χωρίς να τις γνωρίζει. (Ο περί Διεξαγωγής των Παγκύπριων Εξετάσεων Νόμος του 2006 (22(I)/2006), cylaw.org, 2006 )
  2. οι βαθμοί που έχουν συγκεντρώσει οι συμμετέχοντες σε ένα διαγωνισμό, πρωτάθλημα κλπ

Μεταφράσεις

επεξεργασία