βαθμολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- βαθμολογία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βαθμολογία θηλυκό
- ο βαθμός που έβαλε σε κάποιον ή κάτι ένας βαθμολογητής
- ※ Σε περίπτωση που μεταξύ των δυο συνολικών βαθμολογιών υπάρχει διαφορά μεγαλύτερη από το 10% της μέγιστης δυνατής βαθμολογίας του μαθήματος, τότε το γραπτό δοκίμιο αναβαθμολογείται με την ακόλουθη διαδικασία: (α) Καλύπτονται οι βαθμολογίες των δύο βαθμολογητών και ο αναβαθμολογητής βαθμολογεί το γραπτό χωρίς να τις γνωρίζει. (Ο περί Διεξαγωγής των Παγκύπριων Εξετάσεων Νόμος του 2006 (22(I)/2006), cylaw.org, 2006 )
- οι βαθμοί που έχουν συγκεντρώσει οι συμμετέχοντες σε ένα διαγωνισμό, πρωτάθλημα κλπ