notation
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
notation | notations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαnotation (en)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαnotation (fr) θηλυκό
- η παρατήρηση, ο τονισμός
- η βαθμολογία, η βαθμολόγηση