note
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
note | notes |
note (en)
- το σημείωμα (περιληπτικές πληροφορίες)
- (μουσική) η νότα, το φθογγόσημο
- ⮡ Each note was wonderful.
- Κάθε νότα ήταν υπέροχη.
- ⮡ The notes were all wrong.
- Οι νότες ήταν όλες λάθος.
- ⮡ Each note was wonderful.
- η προσοχή
Ρήμα
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
note | notes |
note (fr) θηλυκό
Εκφράσεις
επεξεργασία- chasse aux notes - βαθμοθηρία