Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
note notes

note (en)

  1. το σημείωμα (περιληπτικές πληροφορίες)
  2. (μουσική) η νότα, το φθογγόσημο
    ⮡  Each note was wonderful.
    Κάθε νότα ήταν υπέροχη.
    ⮡  The notes were all wrong.
    Οι νότες ήταν όλες λάθος.
  3. η προσοχή
ενεστώτας note
γ΄ ενικό ενεστώτα notes
αόριστος noted
παθητική μετοχή noted
ενεργητική μετοχή noting

note (en)

  1. σημειώνω (γράφω σημειώσεις σε χαρτί)
  2. σημειώνω, προσέχω κάτι



  Ετυμολογία

επεξεργασία
note < λατινική nota

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /nɔt/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
note notes

note (fr) θηλυκό

  1. ο βαθμός
  2. (μουσική) η νότα
  3. το σημείωμα

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
note < λατινική nota

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
nota note

note (it)