Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
note notes

note (en)

  1. το σημείωμα (περιληπτικές πληροφορίες)
  2. (μουσική) η νότα, το φθογγόσημο
      Each note was wonderful.
    Κάθε νότα ήταν υπέροχη.
      The notes were all wrong.
    Οι νότες ήταν όλες λάθος.
  3. η προσοχή
ενεστώτας note
γ΄ ενικό ενεστώτα notes
αόριστος noted
παθητική μετοχή noted
ενεργητική μετοχή noting

note (en)

  1. σημειώνω (γράφω σημειώσεις σε χαρτί)
  2. σημειώνω, προσέχω κάτι

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
note notes

note (fr) θηλυκό

  1. ο βαθμός
  2. (μουσική) η νότα
  3. το σημείωμα

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία