βαθμοθηρία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βαθμοθηρία < βαθμοθήρας
Ουσιαστικό επεξεργασία
βαθμοθηρία θηλυκό
- η επιδίωξη ενός μαθητή, σπουδαστή, φοιτητή να πάρει όσο το δυνατόν ψηλότερους βαθμούς στα μαθήματά του, το κυνήγι του βαθμού ως αυτοσκοπός