Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βαθμοθηρία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
βαθμοθηρί
α
οι
βαθμοθηρί
ες
γενική
της
βαθμοθηρί
ας
των
βαθμοθηρι
ών
αιτιατική
τη
βαθμοθηρί
α
τις
βαθμοθηρί
ες
κλητική
βαθμοθηρί
α
βαθμοθηρί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βαθμοθηρία
<
βαθμοθήρας
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βαθμοθηρία
θηλυκό
η
επιδίωξη
ενός
μαθητή
,
σπουδαστή
,
φοιτητή
να πάρει όσο το δυνατόν ψηλότερους
βαθμούς
στα
μαθήματά
του, το
κυνήγι
του βαθμού ως
αυτοσκοπός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βαθμοθηρία
γαλλικά
:
note
(fr)