κυνήγι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κυνήγι | τα | κυνήγια |
γενική | του | κυνηγιού | των | κυνηγιών |
αιτιατική | το | κυνήγι | τα | κυνήγια |
κλητική | κυνήγι | κυνήγια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κυνήγι < μεσαιωνική ελληνική κυνήγι(ν) < (ελληνιστική κοινή) κυνήγιον < αρχαία ελληνική κυνηγέσιον < κυνηγός < κύων + ἄγω
Ουσιαστικό
επεξεργασίακυνήγι ουδέτερο
- οι ενέργειες και οι τεχνικές θανάτωσης ή σύλληψης θηραμάτων
- η πανίδα που κυνηγάει κάποιος καθώς και το σκοτωμένο (ή/και μαγειρεμένο) θήραμα
- το κυνηγητό
- (μεταφορικά) η επίμονη επιδίωξη ενός σκοπού
Συγγενικά
επεξεργασία- κυνηγόσκυλο
- κυνηγοτόπι
- κυνηγότοπος
- → δείτε τις λέξεις κύων και άγω