επιδίωξη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επιδίωξη | οι | επιδιώξεις |
γενική | της | επιδίωξης* | των | επιδιώξεων |
αιτιατική | την | επιδίωξη | τις | επιδιώξεις |
κλητική | επιδίωξη | επιδιώξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιδιώξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιδίωξη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιδίωξις[1] (συγχρονικά αναλύεται σε επι- + δίωξη)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.piˈði.o.ksi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐δί‐ω‐ξη
Ουσιαστικό επεξεργασία
επιδίωξη θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ επιδίωξη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας