Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
poursuite poursuites

poursuite (fr) θηλυκό

  1. η δίωξη, η καταδίωξη, η επιδίωξη, το κυνηγητό
  2. η συνέχιση