pursuit
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpursuit (en)
- η επιδίωξη, το κυνήγι, η αναζήτηση
- ⮡ the pursuit of wealth - το κυνήγι του πλούτου
- η καταδίωξη
- η ενασχόληση, το χόμπι με το οποίο κάποιος ασχολείται τακτικά
- (αθλητισμός) πουρσουίτ