θήρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θήρα | οι | θήρες |
γενική | της | θήρας | των | θηρών |
αιτιατική | τη | θήρα | τις | θήρες |
κλητική | θήρα | θήρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θήρα < αρχαία ελληνική θήρα θήρα και θήρη (κυνήγι) < θήρ (σαρκοφάγο ζώο)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθήρα θηλυκό
- το κυνήγι (ζώων)
- (μεταφορικά) το κυνήγι, η άγρα, η επιδίωξη ενός πράγματος με επιμονή
- ό,τι κυνηγάει κανείς, το θήραμα
Ομώνυμα / Ομόηχα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θήρα < θήρ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθήρα θηλυκό (ιωνικός τύπος θήρη)
- το κυνήγι
- ἰέναι ἐπὶ τὴν θήρην (: πάμε για κυνήγι)
- ἡ περὶ θάλατταν θήρα
- κυνηγεσία καὶ ἡ ἄλλη θήρα
- τήν θήραν ἐπὶ τοῦ μέσου τηροῦσα (: παρακολουθώντας <η αράχνη> το θύμα της)
- η επίμονη επιδίωξη
- για αιχμαλώτους
- δόλιος Ὀδυσσεὺς εἷλε δέσμιόν τ᾽ ἄγων ἔδειξ᾽ Ἀχαιοῖς ἐς μέσον, θήραν καλήν (: ο ύπουλος Οδυσσέας τον έσυρε δέσμιο και τον επέδειξε στους Αχαιούς, λεία καλή)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- θηρίον
- θήρ
- θηριόομαι-θηριοῦμαι
- θηράω και θηρεύω (βγαινω για κυνήγι)
- θήραμα και θήρευμα (λάφυρο, κυνηγι, λεία)
- θηράσιμος
- θηρατέος
- θηριώδης (γεμάτος άγρια θηρία ή ζώα για περιοχή, τόπο, αλλά και ο εξαγριωμένος άνθρωπος)
- θηρατήρ και θηράτωρ και θυρευτής και θυραγρέτης (ο κυνηγός)
- θηρατικός και θηρευτικός (ο θηρευτικός, αρμόδιος για θύρα)
- θήρατρον (παγίδα)
- θηρίωσις (η εξαγρίωση, μεταγενέστερο)
- θηρίωμα (ελληνιστική λέξη: κακόηθες έλκος και θηριῶδες ως ουσιαστικό στον Γαληνό)
- θηριόω (μεταγενέστερο του θηριοῦμαι)
Σύνθετα
επεξεργασία- θυροβολέω ( σκοτώνω άγριο ή μη ήμερο ζώο)
- θηρονόμος και θηροτρόφος (που διατρέφει, εξημερώνει ζώα), αλλά θηρότροφος (αυτος που τρώει άγρια ζώα ή ζώα που δεν ήταν οικόσιτα γενικά)
- θηροσκόπος (που αναζητεί άγρια ζώα ή μη ήμερα ζώα, όχι απαραιτήτως δηλαδή σαρκοβόρα θηρία)
- θηροφόνος (αυτός που σκοτώνει άγρια ζώα)